γκαζόζα

γκαζόζα
η газированная вода

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γκαζόζα" в других словарях:

  • γκαζόζα — η (λ. ιταλ.), αναψυκτικό που περιέχει αέριο και άρωμα λεμονιού: Ήπια μια γκαζόζα για να δροσιστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκαζόζα — και γαζόζα, η αεριούχο ποτό με οξυανθρακικό ύδωρ και χυμό λεμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gasosa, θηλ. τού επιθ. gasoso «αεριούχος»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»